- ἀσάνδαλος
- ἀσάνδαλοςunsandalledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασάνδαλος — ἀσάνδαλος, ον (Α) χωρίς σανδάλια, ξυπόλητος … Dictionary of Greek
ἀσάνδαλον — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem acc sg ἀσάνδαλος unsandalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσανδάλοις — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάνδαλοι — ἀσάνδαλος unsandalled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάμβαλος — ἀσάμβαλος, ον (Α) ασάνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον] … Dictionary of Greek